- αποστραγγίζω
- (ΑΜ ἀποστραγγίζω)εξουδετερώνω, εξουθενώνωνεοελλ.στραγγίζω κάτι εντελώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποστραγγίζω — αποστραγγίζω, αποστράγγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποστραγγίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, στεγνώνω, αποξηραίνω: Χιλιάδες στρέμματα αποστραγγίστηκαν και παραδόθηκαν στην καλλιέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποστραγγίζεται — ἀποστραγγίζω check pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστράγγισον — ἀποστραγγίζω check aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποξηραίνω — κ. ξεραίνω (AM ἀποξηραίνω) 1. ξεραίνω κάτι εντελώς 2. (για λίμνες, έλη κ.λπ.) αποστραγγίζω μσν. νεοελλ. αφήνω κάτι εντελώς ξερό, χωρίς ζωή αρχ. αφανίζω … Dictionary of Greek
αποστράγγιση — η 1. το να στραγγίζει κανείς κάτι εντελώς, να του αφαιρεί τα υγρά 2. η αποξήρανση ελώδους τόπου με αποχέτευση των υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστραγγίζω. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία 2. από το 1879 στον Παναγ. Γεννάδιο, ως απόδοση του γαλλ.… … Dictionary of Greek
καταστραγγίζω — (Α καταστραγγίζω) στραγγίζω εντελώς, αποστραγγίζω νεοελλ. παθ. καταστραγγίζομαι μτφ. απισχναίνομαι, παθαίνω σωματική κατάπτωση με απίσχνανση … Dictionary of Greek